- βιγλάτορας
- οο σκοπός, ο φρουρός, ο φύλακας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιγλάτορας — ο (Μ βιγλάτωρ) σκοπός, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilator] … Dictionary of Greek